- άρμπουρο
- τοβλ. άλμπουρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άλμπουρο — και άρμπουρο, το ιστός πλοίου, κατάρτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < βενετ. alboro < arboro (πρβλ. ιταλ. albero «δέντρο») < λατ. arbor «δέντρο». ΠΑΡ. νεοελ. αλμπουρίζω] … Dictionary of Greek
ιστός — Κατάρτι πλοίου (βλ. λ. κατάρτι ή ιστός)· αργαλειός· δικτυωτό πλέγμα. (Ανατ.) Άθροισμα κυττάρων, μορφολογικά διαφοροποιημένων, που συνδέονται μεταξύ τους με μεσοκυττάρια ουσία και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία στον οργανισμό. Ένα σύνολο ι. που … Dictionary of Greek
μονάρμπουρος — η, ο (για πλοίο) αυτός που έχει ένα μόνο κατάρτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + άρμπουρο «κατάρτι»] … Dictionary of Greek
πολυκόμματος — η, ο, Ν αυτός που αποτελείται από πολλά κομμάτια («άρμπουρο πολυκόμματο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κομμάτι (πρβλ. μονο κόμματος). Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Στέφ. Α. Κουμανούδη] … Dictionary of Greek
άλμπουρο — άλμπουρο, το και άρμπουρο, το (λ. ιταλ.), το κατάρτι του πλοίου: Τα κύματα τους είχαν αρπάξει το πλωριό άλμπουρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)